- τερπνότητα
- ητο να είναι κανείς τερπνός, διασκεδαστικότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τερπνότητα — η / τερπνότης, ητος, ΝΜΑ [τερπνός] η ιδιότητα τού τερπνού, τέρψη, ευχαρίστηση … Dictionary of Greek
τερπνότητα — τερπνότης pleasantness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)